Wednesday, June 26, 2013

Ο ποιητής Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος


Στις πηγές του Σκάμανδρου

 Καπνίζουν οι άντρες αμίλητοι γύρω από τη φωτιά,
 παραζαλισμένοι ακόμα από τη σφαγή
 και τρομαγμένοι από τη μοίρα των θνητών.
 Οι αρχηγοί τους, ο Αγαμέμνονας, ο Οδυσσέας,
 ο Μενέλαος ερίζουνε, να φύγουν αμέσως
 ή να μείνουν να εξευμενίσουν τους θεούς.

 Ένας μόνο, ένας από τους στρατιώτες του Αχιλλέα,
άπλωσε το χέρι του και σήκωσε από τις στάχτες
μια κόρη Τρωαδίτισσα με χαρακιές στα μάγουλα
από τα στεγνωμένα δάκρυά της – περπάτησαν ως πέρα
στις πηγές του Σκάμανδρου και του Σιμόεντα,
εκεί έχτισαν σπίτι και φράξανε ένα χωραφάκι,
με πράσα, δυο-τρεις ελιές και λίγα ζωντανά.

Κανείς δεν άκουσε γι’ αυτούς· τα χρόνια πέρασαν,
τα παιδιά τους μεγάλωσαν κι έφυγαν για την πόλη,
ο Όμηρος γεννήθηκε πολλά χρόνια αργότερα.

 [Γράμματα σ' έναν πολύ νέο ποιητή, εκδ. Πόλις]
 Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος έγραψε μία από τις ομορφότερες ποιητικές συλλογές της χρονιάς που φεύγει: «Γράμματα σ' έναν πολύ νέο ποιητή» (εκδόσεις Πόλις, 2012). Με βλέμμα οξύ και διεισδυτικό, μα και γεμάτο ευαισθησία, καταθέτει στίχους ζωντανούς, ξέχειλους από εικόνες. Τον προσκαλέσαμε να γράψει σε πρώτο πρόσωπο για την ιστορία πίσω από το νέο βιβλίο του.
Ο τελευταίος που δικαιούται, ίσως, να μιλήσει για τα ποιήματά του είναι ο ίδιος ο ποιητής. Πώς μπορεί εξάλλου να ξέρει αυτός πώς ηχεί το τριαντάφυλλο και η αϋπνία στο αφτί του αναγνώστη, πώς μυρίζει στη μνήμη του ένα μικρό υπαίθριο ζαχαροπλαστείο, ποιο φως του ήλιου έχει δει να σκάει πάνω στα βότσαλα ή να χωνεύεται μες στον αφρό της μπύρας του; Το μόνο που θυμάται ο ποιητής και δεν το γνωρίζει ο αναγνώστης είναι ο τόπος και η ώρα της γραφής, το σημειωματάριο και το μολύβι όπου σημείωσε τον πρώτο στίχο ενός ποιήματος, τις σελίδες που έσκισε και πέταξε μέχρι να καταλήξει στον τελευταίο. Κι αυτό ομολογεί.
Τα «Γράμματα σ' έναν πολύ νέο ποιητή» γράφτηκαν στο μεγαλύτερο μέρος τους στον δρόμο: σε καφετέριες απόμερες ή, πιο συχνά, με κόσμο και φασαρία, σε ξύλινα παγκάκια μες στο πάρκο, στο σταματημένο στην άκρη του δρόμου αυτοκίνητο, στην παραλία κάτω απ' τον ήλιο, στο λεωφορείο ανάμεσα σε δύο στάσεις. Πολύ λίγα από τα εξήντα περίπου ποιήματα του βιβλίου τα έχω ξεκινήσει καθισμένος στο γραφείο μου με ένα φύλλο χαρτί ή το πληκτρολόγιο του υπολογιστή μπροστά μου. Όλα όμως εκεί έχουν βρει την τελική τους μορφή – μετά από μεγάλη, τις περισσότερες φορές, προσπάθεια.
Η συνήθης διαδικασία είναι η εξής: φροντίζω ανάμεσα σε δύο υποχρεώσεις ή πριν από κάποια συνάντηση, να βρίσκω λίγο χρόνο και να κάθομαι μόνος σε μια καφετέρια για έναν καφέ ή μια μπύρα ή ακόμα και μες στο αυτοκίνητο αν δεν έχω καιρό. Έχω πάντα μαζί μου ένα βιβλίο και το σημειωματάριό μου· τα ανοίγω (ή όχι) και περιμένω. Τις περισσότερες φορές αυτό είναι αρκετό. Η πραγματικότητα γύρω μου και η μνήμη μου επίσης είναι τόσο γεμάτες με ομορφιά και με συγκίνηση, με τραγωδίες και με θαύματα, με ιστορίες και στιγμιότυπα, που η ποίηση δεν αργεί να έρθει. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η δουλειά του ποιητή, να περιμένει την ποίηση να εμφανιστεί στις αισθήσεις του, στα όνειρά του, στη διάνοιά του και, ταυτόχρονα, να κρατάει σημειώσεις των ευρημάτων του και της αναμονής του, για να τη μετατρέψει κατόπιν σε ποίημα.
Η ποίηση (επαναλαμβάνω εδώ κάτι που το έχω διατυπώσει και παλαιότερα) δεν έχει άλλο σκοπό απ' το να αποκαλύπτει και να προσφέρει στον άνθρωπο τη ζωή πλήρη, να εντείνει την ικανότητά του ν' αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και την εμπειρία, να δίνει στη στιγμή όση διάρκεια απαιτείται προκειμένου να φωτιστεί η λάμψη που κρύβεται μέσα στα δευτερόλεπτα. Αυτή ακριβώς είναι η ικανότητα που έχει ο ποιητής: διακρίνει μέσα στο κοινότοπο και στο καθημερινό το θαύμα και το κάνει ορατό και για τους άλλους. Ο έρωτας, όσο καιρό διαρκεί και όσο καταφέρνει να ανανεώνεται, κάνει το ίδιο για τους ερωτευμένους· μια απροσδόκητη χειρονομία, μια ριπή του ανέμου, μια τυχαία συνάντηση, ένας ψίθυρος επίσης. Ο ποιητής το ίδιο.
Παραδείγματος χάριν:
Ανάμεσα φως και σκοτάδι
Περιμένοντας στο φανάρι, αποφασίζω
αίφνης να μη γυρίσω ακόμα στο σπίτι,
παρκάρω τ' αυτοκίνητο
σ' ένα αδιέξοδο δρομάκι, σκοτεινό
και κάθομαι μέσα ακούγοντας
μουσική από το ραδιόφωνο
και κοιτάζοντας για μία ώρα σχεδόν
την αντανάκλασή μου στο παρμπρίζ
μήπως και διακρίνω εκεί,
στο φως και στο σκοτάδι ανάμεσα,
εκείνον που σας ομιλεί.
Ο Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1971. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Έχει οικογένεια, γράφει και διαβάζει πολύ, μαγειρεύει, μεταφράζει και φροντίζει τον σκύλο του. Έχει εκδώσει το πεζογράφημα «Μικρά Ικαρία» (εκδ. Ηλέκτρα, 2005), ποιήματα στον συλλογικό τόμο «Ελεύθερη πτήση, ελεύθερη πτώση» (εκδ. Οξύ, 2011) και «Γράμματα σε έναν πολύ νέο ποιητή» (εκδ. Πόλις, 2012). Διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο Bookstand.gr.
(Σημείωση Αρτάνις: τα ποιήματα και τα κείμενα, δημοσιεύτηκαν με την σύμφωνη γνώμη του ποιητή, η κριτική γράφτηκε από τον Γιάννη Φάρσαρη και την αντέγραψα από το  ART MAG(-λινκ), τη φωτό την αλιέυσα στο Deviantart- λινκ)

3 comments:

akrat said...

μπράβο

εξαίρετη ανάρτηση

χιλια μπράβο

Artanis said...

Εκ μέρους και του ποιητή, σε ευχαριστούμε πολύ @Ακρατ!
Καλό απόγευμα να έχεις :)

Hfaistiwnas said...

Καλημέρα! :)
Μπράβο στον ποιητή!